Γκούλντα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γκούλντα < (άμεσο δάνειο) γερμανική Gulda
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓκούλντα αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
- ⮡ Ο Φρίντριχ Γκούλντα που μου έμαθε τόσα πολλά μου είχε πει μια φορά: «Πρέπει να μάθεις τα πάντα πριν τα δεκαέξι σου χρόνια γιατί αργότερα ο άνθρωπος γίνεται λίγο χαζός» («Μάρτα Άργκεριτς: Μία και μοναδική», gr.Euronews (26 Νοεμβρίου 2012)· πρόσβαση: 20201-12-17)