Γκιπυρίτη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γκιπυρίτη < γενική ενικού του αρσενικού Γκιπυρίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓκιπυρίτη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Γκιπυρίτης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΓκιπυρίτη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Γκιπυρίτης