Γερανδρέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γερανδρέα < γενική ενικού του αρσενικού Γερανδρέας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓερανδρέα θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Γερανδρέας
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΓερανδρέα αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Γερανδρέας