Γερακίτη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γερακίτη < γενική ενικού του αρσενικού Γερακίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓερακίτη θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΓερακίτη αρσενικό