Γενιτσάρη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γενιτσάρη < γενική ενικού του αρσενικού Γενιτσάρης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓενιτσάρη θηλυκό
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Γενιτσάρης
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΓενιτσάρη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Γενιτσάρης