Γανιάρη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γανιάρη < γενική ενικού του αρσενικού Γανιάρης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓανιάρη θηλυκό
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΓανιάρη αρσενικό
Γανιάρη θηλυκό
Γανιάρη αρσενικό