Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βαρδέα < γενική ενικού του αρσενικού Βαρδέας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βαρδέα θηλυκό

  1. άκλιτο γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Βαρδέας
  2. (ελληνική ποικιλία αμπέλου) ποικιλία αμπέλου που καλλιεργείται στα νησιά του Ιονίου παλάγους και παράγει λευκό κρασί.

Μεταγραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Βαρδέα αρσενικό