Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βέρνων < (λόγιο δάνειο) αγγλική Vernon

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βέρνων αρσενικό (καθαρεύουσα)