Βέρνων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βέρνων < (λόγιο δάνειο) αγγλική Vernon
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒέρνων αρσενικό (καθαρεύουσα)
- (παρωχημένο) αγγλικό ανδρικό επώνυμο, άλλη μορφή του Βέρνον
- ※ Τὴν 3 Δεκεμβ. [1739] παρεδόθη εἰς τὸν Βέρνωνα τὸ Πορτοβέλλον [στον Παναμά]. Τὸ πρῶτον τοῦτο εὐτύχημα διήγειρε γενικὴν χαρὰν καὶ μεγαλητέρας ἐλπίδας. Ὁ Βέρνων ἐπροστάχθη μὲ στόλον νὰ κυριεύσῃ τόπους Ἱσπανικοὺς […]
- από την Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων από των αρχαιοτάτων χρόνων έως των ημερών μας του Κ.Μ. Κούμα, τόμ. 9 (Βιέννη: Εκ της Τυπογραφίας Αντωνίου Αϋκούλου [Anton von Haykul], 1831), σ. 528.
- ※ Ὁ δὲ Ἀββᾶς Φουρμόντιος καὶ ὁ Λερουά πρῶτοι εἶπον ἡμῖν θετικόν τι περὶ Λακωνίας· καθότι ὁ Βέρνων, ὅστις διῆλθε τῷ ὄντι πρὸ αὐτῶν διὰ τῆς Σπάρτης, […]
- από το Οδοιπορικόν εκ Παρισίων εις Iεροσόλυμα και εξ Iεροσολύμων εις Παρισίους του Σατωβριάνδου, μετάφραση Εμμ. Ροΐδη, τόμ. Α΄ (Αθήνα: Τυπογραφείον της Αυγής, 1860), σ. 193.
- ※ Τὴν 3 Δεκεμβ. [1739] παρεδόθη εἰς τὸν Βέρνωνα τὸ Πορτοβέλλον [στον Παναμά]. Τὸ πρῶτον τοῦτο εὐτύχημα διήγειρε γενικὴν χαρὰν καὶ μεγαλητέρας ἐλπίδας. Ὁ Βέρνων ἐπροστάχθη μὲ στόλον νὰ κυριεύσῃ τόπους Ἱσπανικοὺς […]
Μεταγραφές
επεξεργασία- λατινικοί χαρακτήρες: Vernon