Αϊβανούλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αϊβανούλη < γενική ενικού του αρσενικού Αϊβανούλης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑϊβανούλη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Αϊβανούλης
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΑϊβανούλη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Αϊβανούλης