Αυρηλιώνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αυρηλιώνη < γενική ενικού του αρσενικού Αυρηλιώνης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑυρηλιώνη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Αυρηλιώνης
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΑυρηλιώνη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Αυρηλιώνης