Αυδούλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αυδούλη < γενική ενικού του αρσενικού Αυδούλης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑυδούλη θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΑυδούλη αρσενικό
Αυδούλη θηλυκό άκλιτο
Αυδούλη αρσενικό