Ασωνίτη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ασωνίτη < γενική ενικού του αρσενικού Ασωνίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑσωνίτη θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΑσωνίτη αρσενικό