Ασκονίτη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ασκονίτη < γενική ενικού του αρσενικού Ασκονίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑσκονίτη θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΑσκονίτη αρσενικό