Αρμάου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αρμάου < γενική ενικού του αρσενικού Αρμάος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾˈma.u/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αρ‐μά‐ου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑρμάου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΑρμάου αρσενικό