Αρίφ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αρίφ < (μεταγραφή) προέλευσης από διάφορες γλώσσες Arif (όπως τουρκικά, περσικά, παστό, αλβανικά) < οθωμανική τουρκική عارف (arif) < αραβική عَارِف (ʿārif) (ο γνώστης, ο επαΐων)
Μεταγραφή επεξεργασία
Αρίφ αρσενικό, άκλιτο