Απορέλλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Απορέλλη < γενική ενικού του αρσενικού Απορέλλης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑπορέλλη θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΑπορέλλη αρσενικό
Απορέλλη θηλυκό άκλιτο
Απορέλλη αρσενικό