Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ανίσογλου < (άμεσο δάνειο) τουρκική Anısoğlu < τουρκική anısı, κλιτικός τύπος του anı (θύμηση, μνήμη) < οθωμανική τουρκική آڭمق (añmak, θυμάμαι) + -ογλου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ανίσογλου αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Ανίσογλου σελ.118 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.