Αμανίτη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αμανίτη < γενική ενικού του αρσενικού Αμανίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αμανίτη θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Αμανίτη αρσενικό