Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία

ΑμεΑ < αρχικά λέξεων όπως στον ορισμό. Για τον όρο, δείτε το παράθεμα.

  Προφορά

ΔΦΑ : /aˈme.a/

  Συντομομορφή

Α.μεΑ. ακρωνύμιο ουδέτερο

  • Άτομο / άτομα με Αναπηρία
    ※  Τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία (σημ. το αναθεωρημένο Σύνταγμα της Ελλάδας (2001) έχει καθιερώσει τον όρο «άτομα με αναπηρίες», σε αντικατάσταση του όρου «άτομα με ειδικές ανάγκες») αναγνωρίζονται σε σειρά άρθρων του Συντάγματος της Ελλάδος (1975, 1986, 2001). (Το Σύνταγμα - Ε.Σ.Α.μεΑ. Εθνική Συνομοσπονδία Ατομων με Αναπηρία)

Σημειώσεις

  • η λέξη «αναπηρία», κανονικά εκφέρεται στον ενικό

Δείτε επίσης

  Μεταφράσεις