Αλανέλλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αλανέλλη < γενική ενικού του αρσενικού Αλανέλλης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑλανέλλη θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΑλανέλλη αρσενικό
Αλανέλλη θηλυκό άκλιτο
Αλανέλλη αρσενικό