Αλαβερδιάν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αλαβερδιάν < (μεταγραμματισμός) αγγλική Alaverdian < αρμενική Ալավերդյան (Alaverdyan, Αλαβερντιάν)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αλαβερδιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- (εξαιρετικά σπάνιο) επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο),[1] άλλη μορφή του Αλαβερντιάν