Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ακτινοπτερύγιοι < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινικά Actinopterygii < ακτινο- + αρχαία ελληνική πτέρυξ πτερυγ- + -ιος στον πληθυντικό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ακτινοπτερύγιοι αρσενικό στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία