Ακογλανιάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ακογλανιάν < (μεταγραμματισμός) αγγλική Akoglanian (και Akoghlanian), ενδεχομένως από την τουρκική Akoğlan με την προσθήκη της αρμενικής πατρωνυμικής κατάληξης -ιάν (-yan). Μορφολογικά αναλύεται σε Ακογλάν + -ιάν.
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑκογλανιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο