Αζναβουρίδη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αζναβουρίδη < γενική ενικού του αρσενικού Αζναβουρίδης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αζναβουρίδη θηλυκό, άκλιτο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Αζναβουρίδη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Αζναβουρίδης
- λόγια μορφή γενικής: (του) Αζναβουρίδου