Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΑΒΥΠ <  : Αποθήκη Βάσεως Υλικού Πολέμου

  Συντομομορφή επεξεργασία

Α.Β.Υ.Π. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο

  • μονάδα του Σώματος Υλικού Πολέμου (ΣΥΠ), του Στρατού Ξηράς