Έμπολα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΈμπολα αρσενικό άκλιτο
- (βιολογία) ιός του γένους ebolavirus, της οικογένειας των filoviridae, που προκαλεί την ασθένεια του ιού Έμπολα
- (ιατρική) επικίνδυνη και συχνά θανατηφόρα ιογενής λοίμωξη, που προκαλείται από τον ιό Έμπολα