Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Έμπολα < αγγλική Ebola (1976) < γαλλική Ebola < γλώσσα Ngbandi Legbala (άσπρο νερό)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Έμπολα αρσενικό άκλιτο

  1. (βιολογία) ιός του γένους ebolavirus, της οικογένειας των filoviridae, που προκαλεί την ασθένεια του ιού Έμπολα
  2. (ιατρική) επικίνδυνη και συχνά θανατηφόρα ιογενής λοίμωξη, που προκαλείται από τον ιό Έμπολα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία