Άαλτεν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Άαλτεν < (άμεσο δάνειο) ολλανδική Aalten
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.al.ten/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ά‐αλ‐τεν
Μεταγραφή
επεξεργασίαΆαλτεν ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Άαλτεν στη Βικιπαίδεια