ŝovelilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝovelilo | ŝoveliloj |
αιτιατική | ŝovelilon | ŝovelilojn |
ŝovelilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝovelilo | ŝoveliloj |
αιτιατική | ŝovelilon | ŝovelilojn |
ŝovelilo (eo)