ŝoko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝoko | ŝokoj |
αιτιατική | ŝokon | ŝokojn |
ŝoko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝoko | ŝokoj |
αιτιατική | ŝokon | ŝokojn |
ŝoko (eo)