ŝatokupo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝatokupo | ŝatokupoj |
αιτιατική | ŝatokupon | ŝatokupojn |
ŝatokupo (eo)
- το χόμπι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝatokupo | ŝatokupoj |
αιτιατική | ŝatokupon | ŝatokupojn |
ŝatokupo (eo)