ŝakalo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ŝakalo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝakalo | ŝakaloj |
αιτιατική | ŝakalon | ŝakalojn |
ŝakalo (eo)
- (θηλαστικό ζώο) το τσακάλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝakalo | ŝakaloj |
αιτιατική | ŝakalon | ŝakalojn |
ŝakalo (eo)