ĵuro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĵuro | ĵuroj |
αιτιατική | ĵuron | ĵurojn |
ĵuro (eo)
- ο όρκος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĵuro | ĵuroj |
αιτιατική | ĵuron | ĵurojn |
ĵuro (eo)