ĉevalisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉevalisto | ĉevalistoj |
αιτιατική | ĉevaliston | ĉevalistojn |
ĉevalisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉevalisto | ĉevalistoj |
αιτιατική | ĉevaliston | ĉevalistojn |
ĉevalisto (eo)