ĉerizo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉerizo | ĉerizoj |
αιτιατική | ĉerizon | ĉerizojn |
ĉerizo (eo)
- το κεράσι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉerizo | ĉerizoj |
αιτιατική | ĉerizon | ĉerizojn |
ĉerizo (eo)