ĉemizo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉemizo | ĉemizoj |
αιτιατική | ĉemizon | ĉemizojn |
ĉemizo (eo)
- το πουκάμισο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉemizo | ĉemizoj |
αιτιατική | ĉemizon | ĉemizojn |
ĉemizo (eo)