ĉeko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉeko | ĉekoj |
αιτιατική | ĉekon | ĉekojn |
ĉeko (eo)
- η επιταγή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉeko | ĉekoj |
αιτιατική | ĉekon | ĉekojn |
ĉeko (eo)