ĉeĥo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉeĥo | ĉeĥoj |
αιτιατική | ĉeĥon | ĉeĥojn |
ĉeĥo (eo)
- ο Τσέχος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉeĥo | ĉeĥoj |
αιτιατική | ĉeĥon | ĉeĥojn |
ĉeĥo (eo)