ĉasisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ĉasisto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉasisto | ĉasistoj |
αιτιατική | ĉasiston | ĉasistojn |
ĉasisto (eo)
- ο κυνηγός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉasisto | ĉasistoj |
αιτιατική | ĉasiston | ĉasistojn |
ĉasisto (eo)