ĉamo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉamo | ĉamoj |
αιτιατική | ĉamon | ĉamojn |
ĉamo (eo)
- ο αίγαγρος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉamo | ĉamoj |
αιτιατική | ĉamon | ĉamojn |
ĉamo (eo)