ĉambristino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡ʃam.bɾisˈti.no/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉambristino | ĉambristinoj |
αιτιατική | ĉambristinon | ĉambristinojn |
ĉambristino (eo)