Ετυμολογία

επεξεργασία
épisode < épisodie < ελληνική ἐπεισόδιον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pi.zɔd/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
épisode épisodes

épisode (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία