épisodique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | épisodique | épisodiques |
θηλυκό | épisodiquee | épisodiquees |
Επίθετο
επεξεργασίαépisodique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | épisodique | épisodiques |
θηλυκό | épisodiquee | épisodiquees |
épisodique (fr) αρσενικό ή θηλυκό