ἐπεισόδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐπεισόδιον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἐπεισόδιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐπεισόδιον ουδέτερο
- η παρεμβολή μέσα στο λόγο
- (ειδικότερα) παρενθετική, επεξηγηματική πρόσθεση μέσα στην αλληλουχία του ποιήματος
- (συνεκδοχικά) το μέρος της τραγωδίας που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα χορικά τμήματα