ενικός         πληθυντικός  
épaississement épaississements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

épaississement (fr) αρσενικό

  1. η αύξηση του πάχους
  2. η πύκνωση
     συνώνυμα: densification

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη épais