Ετυμολογία

επεξεργασία
écrin < λατινική scrinium (→ δείτε τη λέξη σκρίνιο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.kʁɛ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
écrin écrins

écrin (fr) αρσενικό