Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

écrin < escrin < λατινική scrinium (→ δείτε τη λέξη  σκρίνιο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
écrin écrins

écrin (fr) αρσενικό