Ετυμολογία

επεξεργασία
éclusage < écluser

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
éclusage éclusages

éclusage (fr) αρσενικό

  1. η πράξη που επιτρέπει σε ένα πλοίο να ανεβεί ή να κατεβεί το ρεύμα ενός καναλιού χάρη σε ειδικό υδατοφράκτη
    → δείτε τη λέξη écluse