ébranlement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ébranlement < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.bʁɑ̃l.mɑ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ébranlement | ébranlements |
ébranlement (fr) αρσενικό
- το τράνταγμα
- (μεταφορικά) ο κίνδυνος κατάρρευσης
- η μεγάλη συγκίνηση
- ο κλονισμός