Ετυμολογία

επεξεργασία
ébranlement < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.bʁɑ̃l.mɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ébranlement ébranlements

ébranlement (fr) αρσενικό

  1. το τράνταγμα
  2. (μεταφορικά) ο κίνδυνος κατάρρευσης
  3. η μεγάλη συγκίνηση
  4. ο κλονισμός