ébénisterie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ébénisterie < ébéniste
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.be.nis.tə.ʁi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ébénisterie | ébénisteries |
ébénisterie (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
ébénisterie | ébénisteries |
ébénisterie (fr) αρσενικό ή θηλυκό