ébéniste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ébéniste < ébène
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ébéniste | ébénistes |
ébéniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- επιπλοποιός που κατασκευάζει έπιπλα πολυτελείας (αρχικά, με έβενο)