Ετυμολογία

επεξεργασία
çatı < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡ʃɑˈtɯ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ça‐tı

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

çatı (tr)

  1. η στέγη, σκεπή
    ⮡  Evin çatısındaki kuşları gördün mü? — Είδες τα πουλιά στη στέγη του σπιτιού;
  2. (γραμματική) η φωνή
    ⮡  edilgen çatı — παθητική φωνή

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. çatı - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν